- ασφυκτικός
- [асфиктикос] επ. удушающий, удушливый,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ασφυκτικός — ασφυκτικός, ή, ό και ασφυχτικός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί ασφυξία, αποπνιχτικός: Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη κι αρκετοί στέκονταν στους διαδρόμους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασφυκτικός — και ασφυχτικός, ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ασφυξία, αποπνικτικός 2. ο σχετικός με την ασφυξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ασφυκτικότητα — η το να δυσχεραίνεται η αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφυκτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek